Modern Greek/Vocab Weather
Vocab: Ο καιρός
editThis is a vocabulary summary only.
Present Tense
edit Vocabulary
The Weather
· Ο καιρός | |||||
---|---|---|---|---|---|
Πώς είναι ο καιρός; | What is the weather? | ||||
Τι καιρό έχουμε σήμερα; | What weather do we have today? | ||||
Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα; | What is the weather in Greece? | ||||
Πώς είναι ο καιρός στην Ελλάδα; | What is the weather in Greece? | ||||
Βρέχει | It's raining | ||||
Έχει ζέστη | It's hot | ||||
Έχει κρύο | It's cold | ||||
Έχει ήλιο | It's sunny | ||||
Φυσάει | It's windy | ||||
Χιονίζει | It's snowing |
The seasons
editτο καλοκαίρι | the summer |
το φθινόπωρο | the fall; the autumn |
ο χειμώνας | the winter |
η άνοιξη | the spring |
The weather
editVocabulary:
ο καιρός | the weather |
η λιακάδα | the sunshine |
το σύννεφο | the cloud |
η βροχή | the rain |
η μπόρα | the (rain) shower |
η καταιγίδα | the storm |
η βροντή | the thunder |
η αστραπή | the lightning |
ο κεραυνός | the thunder |
βρέχω | to moisten |
βρέχει | it rains |
το χιόνι | the snow |
χιονίζει | it snows |
το χιονόνερο | the sleet |
η ομίχλη | the fog |
η καταχνιά | the mist |
η πάχνη | the dew |
το χαλάζι | the hail |
ο παγετός | the frost |
Examples:
Θέλετε να πάμε για περίπατο στο μονοπάτι για το χωριό; Δε βρέχει. | Do you want to go for a walk on the path to the village? It isn't raining. |
Ηταν καλοκαίρι, αλλά έβρεχε. | It was summer, but it was raining. |
Κάνει ζέστη σήμερα. | It's hot today. |
Κάνει κρύο στο βουνό. | It's cold on the mountain. |
Δε θέλουμε νά πάμε με τα πόδια, γιατί βρέχει. | We don't want to go on foot, because it's raining. |
Ο Δίας είναι ο γιος του Κρόνου και της Ρέας. Είναι θεός του ουρανού και της βροντής.[1] | Zeus is the son of Kronos and Rhea. He is the god of the sky and the thunder. |
NB: To be raining, windy and snowing all have dedicated verbs and so there is no need to say "It is." NB: Unlike in English we don't use "It is" sunny, but rather "It has" sun. I think this is common in non-English languages (it's certainly true in French).