Modern Greek/Vocab Countryside

Vocab: Countryside

edit
 
ο ταύρος
 
το αγρόκτημα
 
τα δέντρα
η ύπαιθρος the countryside ("open air", ~"ether")
το χωριό the village
η φύση the nature (~"physics")
το αγρόκτημα the farm (~"agriculture")
ο αγρότης the farmer
το ζώο the animal (~"zoo")
το φυτό the plant
το δέντρο the tree (~"dendrite")
το δάσος the forest
ο γάïδαρος the donkey
το άλογο the horse
η αγελάδα the cow
ο ταύρος the bull (~"taurus")
η κατσίκα the goat
το πουλί the bird
το κοτόπουλο the chicken
πετώ to fly
η μύγα the fly
η μέλισσα the bee (~"mellifluous", honeyed)
το μυρμήγκι the ant
το μονοπάτι the path, trail
στενός narrow (~"stenographer")
το στενό the mountain pass
πάω περίπατο/πάω βόλτα to go for a walk (~"peripatetic")
το βουνό the mountain
ο λόφος the hill
η κοιλάδα the valley
ο ποταμός/το ποτάμι the river (~"hippopotamus")
το ρυάκι the stream, creek
ο βράχος the rock
το έδαφος the soil
ο βορράς; βόρειος the north; northern (~"aurora borealis")
ο νότος; νότιος the south; southern
η ανατολή; ανατολικός the east; eastern (~"Anatolia")
η δύση; δυτικός the west; west
ο ήλιος the sun (~"helium," which was first detected in the sun)
η σελήνη the moon
ο ουρανός the sky (~"Uranus," the sky god)
η σκιά the shadow
το αστέρι/το άστρο the star (~"astronaut")
η Γη the Earth

Examples:

Πού είναι το μονοπάτι; Where is the path?
Το μονοπάτι είναι στενό. The trail is narrow.
το άλογο του αγρότη the farmer's horse
η κοιλάδα της σκιάς του θανάτου the valley of the shadow of death